ἀώτῳ

ἀώτῳ
ἄωτον
the choicest
masc dat sg
ἄωτον
the choicest
neut dat sg
ἄωτος
the choicest
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αωτώ — ἀωτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον… …   Dictionary of Greek

  • ἀωτῶ — ἀωτέω sleep pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀωτέω sleep pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀώτωι — ἀώτῳ , ἄωτον the choicest masc dat sg ἀώτῳ , ἄωτον the choicest neut dat sg ἀώτῳ , ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν …   Dictionary of Greek

  • λογχίας — λογχίας, ὁ (Μ) λογχοειδής κομήτης ή λογχοειδές μετέωρο («τῷ αὠτῷ ἔτει ἐφάνη ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῑον μέγιστον ἀπό τινων λεγόμενον σάλπιγξ, ἀπό τινων δὲ λογχίας, καὶ ἀπό τινων δοκίς», Πασχ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. ίας (πρβλ. ελικ ίας, ξιφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”